υπερεκτινω

υπερεκτινω
    ὑπερεκτίνω
    ὑπερ-εκτίνω
    (ῐ) платить за других
    

ὑ. τινός Luc. — платить за кого-л.


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "υπερεκτινω" в других словарях:

  • υπερεκτίνω — Α πληρώνω για χάρη άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἐκτίνω «πληρώνω»] …   Dictionary of Greek

  • ὑπερεκτίνειν — ὑπερεκτίνω pay for pres inf act (attic epic) ὑπερεκτί̱νειν , ὑπερεκτίνω pay for pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… …   Dictionary of Greek

  • υπερέκτισις — ίσεως, ἡ, Α [ὑπερεκτίνω] (κατά τον Ησύχ.) πληρωμή για χάρη άλλου …   Dictionary of Greek

  • υπερεκτιστής — ὁ, Α [ὑπερεκτίνω] αυτός που ανταποδίδει κάτι με πλουσιοπάροχο τρόπο ή αυτός που καταβάλλει υπέρογκα χρηματικά ποσά για χάρη άλλου …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»